- στρατοπεδευσάμενοι
- στρατοπεδεύωencampaor part mid masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περισταυρώ — όω, Α [σταυρώ] 1. οχυρώνω κάτι γύρω γύρω με πασσάλους και τάφρο («περιεσταύρωσαν αυτούς τοῑς δένδρεσιν ἃ ἔκοψαν», Θουκ.) 2. μέσ. περισταυροῡμαι, όομαι (κυριολ. και μτφ.) οχυρώνομαι ολόγυρα, οχυρώνομαι από παντού, περιχαρακώνομαι… … Dictionary of Greek